- χαλκίδης
- ο, Νζωολ. γένος σκίγκων, σαυρών ευρέως διαδεδομένων και στη χώρα μας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chalcides < χαλκίς, -ίδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Χαλκιδῆς — Χαλκιδεῖς masc nom pl Χαλκιδεῖς masc nom/voc pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίγκος — (scincus). Φολιδωτό ερπετό της οικογένειας των Σκιγκιδών, της υπόταξης των σαυροειδών. Ζει στις ερημικές ζώνες της νοτιοδυτικής Ασίας και της Β. Αφρικής. Στο γένος χαλκίδης της ίδιας οικογένειας ανήκουν ο χαλκίδης ο τριδάκτυλος, συνολικού μήκους… … Dictionary of Greek
Olynthus — For the butterfly genus, see Olynthus (butterfly). Ruins of ancient Olynthus. Olynthus (Ancient Greek: Όλυνθος, named for the olunthos, a fig which ripens early; the area abounded in figs) was an ancient city of Chalcidice, built mostly … Wikipedia
Georgios Chalkidis — Spielerinformationen Spitzname „Bruno“ Geburtstag 13. Mai 1977 Geburtsort Ptolemaida, Griechenland Staatsbürgerschaft … Deutsch Wikipedia
συγκατοικίζω — αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [κατοικίζω] 1. φέρνω κατοίκους σε έρημη χώρα και ιδρύω αποικία 2. βοηθώ κάποιον να κατοικήσει σε έναν τόπο («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», Θουκ.) 3. (κυριολ. και μτφ.) βάζω να κατοικήσουν… … Dictionary of Greek